Γιατί να υπάρχει πάντα αυτό το κενό; Γιατί να μη γεμίζει ποτέ;
Μαύρη κόλλα χαρτί
Μαύρη κόλλα χαρτί·
μαύρη απ’ τα πολλά γραμμένα
κι απ’ τα πολλά χέρια που την αρπάξανε,
διάβασαν λίγο απ’ αυτή και πάλι την παρατήσανε.
_
Σαν πέφτει σε μέρος ανήλιο,
μοιάζει τόσο μαύρη· κενή.
Σαν τη δει όμως το φως του ήλιου,
δείχνει τα γράμματα, τα σβησίματα,
τις μουτζούρες· ιστορίες χρόνων,
βιώματα χαραγμένα στο μαύρο δέρμα της.
Χαρακιές, που κι αν δεν τις βλέπεις,
τις αγγίζεις όταν την κρατάς απαλά.
Όταν αποφασίσεις να τη διαβάσεις με προσοχή,
μ’ υπομονή, μ’ όρεξη, για να μάθεις·
να μάθεις την ιστορία της, τις αλήθειες της,
εμπειρίες ζωής και σκέψεις ανοιχτές.
_
Ποιος όμως θα βρει το κουράγιο;
Ή θα μείνει σε μέρος ανήλιο,
να μαυρίζει πιότερο με τα χρόνια,
να μοιάζει κενή, μέχρι να λιώσει,
να γίνει στ’ αλήθεια κενή.
Ηλίας Πεντίκης, Πέμπτη 31/10/1996