Μία φανταστική ιστορία που πήγασε από μία πραγματική εικόνα. Την εικόνα της νεαρής κοπέλας στην πιάτσα των ταξί έξω από το σταθμό Λαρίσης, να επαιτεί για λίγες δραχμές, για να εξασφαλίσει τη δόση της. Τόσο νέα τότε, τόσο κρίμα! Τρεις άνθρωποι λοιπόν, ένας αντάρτης, μία κόρη και ο εαυτός μου.
Ο αντάρτης
Ο γέρος που μένει στη στροφή,
ήταν αντάρτης στα βουνά.
Ο γέρος που μένει μέσα μου,
ψάχνει για έναν αντάρτη.
_
Κουράστηκα να ζω στη σιωπή,
βαρέθηκα τις ίδιες μου ανάγκες.
Δεν πάλεψα να γίνω τολμηρός,
να φτιάξω το μυαλό μου σαν αντάρτη.
_
Βλέπω μια εικόνα ζωηρή,
μια κόρη να πονά στην ησυχία.
Το σώμα της το βίασαν νωρίς,
στην πρέζα έχει βρει την ηρεμία.
_
Στο θάνατο δε νιώθω τη φυγή, ο
γέρος και αν πεθάνει δε με νοιάζει.
Την κόρη σκέφτομαι μόνο που γυρνά.
Το θάνατο της θέλω ν’ αποτρέψω.
_
Κουράστηκε να ζει στην ηδονή,
που η πρέζα για μια στιγμή της δίνει.
Δεν πάλεψε να γίνει τολμηρή,
όπως ο γέρος, αντάρτης στην κοινωνία.
Ηλίας Πεντίκης, 1999